- ὀργάνιον
- ὀργάνιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οργάνιον — ὀργάνιον, τὸ (Α) [όργανον] υποκορ. τού όργανον … Dictionary of Greek
ὀργανίῳ — ὀργάνιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργάνια — ὀργάνιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς … Dictionary of Greek